- Κρίων
- Κρί̱ων , Κρῖοςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κριῶν — Κριός ram masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριῶν — κρῑῶν , κριός ram masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
овьнии — (6*) пр. Бараний: исполнь токмо ѡвкавтоматъ овнихъ и ло˫а агнець (κριῶν) ГА XIV1, 177г; и послѹшаньѥ паче ло˫а овнѧ (κριῶν) Там же, 178б; вношаху… ини кожа овнѧ ѡбагрены овы же и рунеса козь˫а. (κριῶν) ГБ к. XIV, 205а; кожи овни в червлень… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Αίγινας — Ήταν το πρώτο μουσείο που ιδρύθηκε στην ελεύθερη Ελλάδα το 1829 από τον Ιωάννη Καποδίστρια. Μέχρι το 1932, που τα σπουδαιότερα ευρήματα μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, είχαν συγκεντρωθεί στην Αίγινα αρχαιότητες από πολλά μέρη της χώρας και κυρίως από τα … Dictionary of Greek
ἀκρίων — ἄκρια adjoin neut gen pl ἄκρις hill top fem gen pl (epic doric ionic aeolic) ἀ̱κρίων , ἀκριάω adjoin imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱κρίων , ἀκριάω adjoin imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀκριάω adjoin imperf ind act 3rd pl (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰκρίων — ἴκρια halfdeck neut gen pl ἰ̱κρίων , ἰκριόω erect scaffolding imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἰ̱κρίων , ἰκριόω erect scaffolding imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἰκριόω erect scaffolding imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἰκριόω erect… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
сын — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. υἱός) сын; потомок; часто употребляется в смысле… … Словарь церковнославянского языка
ερρηνοβοσκός — ἐρρηνοβοσκός και ἀρρηνοβοσκός, όν (Α) βοσκός προβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρρηνο (< άρσην «αρσενικός» από το οποίο παράγεται το αρνειός) + βοσκός. Η αρχική σημασία θα πρέπει επομένως να ήταν «βοσκός αρσενικών προβάτων, κριών»] … Dictionary of Greek
σύβακχοι — και συβάκχοι, οί, Α ονομασία δύο φαρμάκων, δηλαδή δύο αποδιοπομπαίων κριών, που θυσιάζονταν στην Αθήνα για καθαρμό και από τους οποίους ο ένας ήταν μαύρος και θυσιαζόταν υπέρ τών ανδρών, ενώ ο άλλος ήταν λευκός και θυσιαζόταν υπέρ τών γυναικών.… … Dictionary of Greek
Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… … Dictionary of Greek